εὔλογα

εὔλογα
εὔλογος
reasonable
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εὔλογ' — εὔλογα , εὔλογος reasonable neut nom/voc/acc pl εὔλογε , εὔλογος reasonable masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… …   Dictionary of Greek

  • έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… …   Dictionary of Greek

  • εικότως — εἰκότως επίρρ. (Α) 1. κατά πάσαν πιθανότητα 2. σωστά, δίκαια 3. εύλογα 4. είναι λογικό ή σωστό (συχνά σε συνεκφορά με το έχω) («σθένειν τὸ θεῑον μᾱλλον εἰκότως ἔχει», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • ευάφορμος — εὐάφορμος, ον (Μ) 1. πρόσφορος, έτοιμος («εὐάφορμος ἀπολογία», Ακροπ. Γ.) 2. αυτός που γίνεται με καλή αφορμή, που εύκολα μπορεί να δικαιολογηθεί, εύλογος, δικαιολογημένος («οὐκ εὐάφορμος ἡ διχοστασία τῶν ἐκκλησιῶν γέγονε», Πράξ. Συνόδ. Εφέσ.).… …   Dictionary of Greek

  • ευαντίλεκτος — η, ο (για δοξασία ή λογικά επιχειρήματα κ.λπ.) αυτός που μπορεί να προταθεί εύλογα σε αντιλογία, αντίρρηση ή ανασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αντι λεκτος (< αντι λέγω), πρβλ. αν αντίλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”